λαχανιάζω
ασθμαίνω, αναπνέω δύσκολα, ιδίως ύστερα από πορεία ή ανάβαση σε βουνό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαχανιάζω (λαγγάζω) ἀσθμαίνω, βραδυπορῶ.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ασθμαίνω, αναπνέω δύσκολα, ιδίως ύστερα από πορεία ή ανάβαση σε βουνό.
Λαχανιάζω (λαγγάζω) ἀσθμαίνω, βραδυπορῶ.