Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λάμπασμα (το)

  1. το αποτέλεσμα του λαμπάζω. φρ.: “Τέτοιο λάμπασμα δεν το ξανάπαθα”.
  2. Φάντασμα, ξωτικό: “Να φυλάγεσαι από τα λαμπάσματα τα μεσημέρια του Αυγούστου και τις νύχτες του καλοκαιριού”.
  3. Άνθρωπος αδύνατος, έπειτα από αρρώστια ή άλλα δεινά: “Πως κατάντησε έτσι ο καημένος! Σωστό λάμπασμα!”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Από το ελληνικό λαμπάς (λαμπάδα), το ιταλικό lampa (λατινικό lampas). Κατά το λεξικό Mandeson μεταφορικά το lampo σημαίνει και την αναλαμπή, την ξαφνική διαίσθηση. Είναι γνωστό ότι οι παλιές λάμπες πετρελαίου, αλλά και τ΄ άλλα φωτιστικά (φωτερά), λουμίνια, σπερματσέτα (κεριά), καν΄τηλια, αντιφέγγιζαν τρεμάμενα και σχημάτιζαν σκιές, είδωλα στους τοίχους, προκαλώντας ξαφνικά φόβο. Γίνονταν έτσι τα … λαμπάσματα, φόβητρα των παιδικών μας χρόνων. Είναι ολοφάνερη η σχέση της λέξης μας, με το λάμπω, λάμπα. Το “αλαπάζω” του Λάζαρη φαίνεται άσχετο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Λάμπασμα, το: (αρχ. ποιητ. λαμπάζω, αντί του λάμπω) = το τρομακτικό, αυτό που τρομάζει (λαμπάζει). Η Λάμος, (η Λάμια), υπήρξε παλαιόθεν μυθολογικό τέρας και φόβητρο των παιδιών.

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.