λαμπαρδ(ι)κιάζω 02 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λαμπαρδ(ι)κιάζω (βλ. λ. λάμπαρδα) = ἐκπέμπω φλόγας καθ᾿ ὕψος.