Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαμπάντες

  1. καθαρός, διαφανής, διαυγής. Το λέμε για υγρά: λάδι, κρασί, νερό. – “Έχω λάδι λαμπάντε”.
  2. μεταφορικά = αθώος, άσπιλος. “Εβγήκα λάδι, λαμπάντες, στο δικαστήριο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λα(μ)πάντε(ς) /τὸ, ὁ/(λάμπω, Ἰ. lampante, Π. Τ. λεπάνdα) = διαυγής, καθαρός, γνήσιος, ἀθῷος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.