λαμπάντες
- καθαρός, διαφανής, διαυγής. Το λέμε για υγρά: λάδι, κρασί, νερό. – “Έχω λάδι λαμπάντε”.
- μεταφορικά = αθώος, άσπιλος. “Εβγήκα λάδι, λαμπάντες, στο δικαστήριο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λα(μ)πάντε(ς) /τὸ, ὁ/(λάμπω, Ἰ. lampante, Π. Τ. λεπάνdα) = διαυγής, καθαρός, γνήσιος, ἀθῷος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης