λαμπαδιάζω
βγάζω φλόγες, καίομαι, θερμαίνομαι υπερβολικά.
Φράση: “Πήραν φωτιά τα ρούχα του και λαμπάδιασε, από λίγο τον γλυτώσανε” – “Άφησες την κατσαρόλα με λίγο νερό και λαμπαδιάστηκε. Κάηκε το φαΐ μας” – Ελαμπαδιάστηκε ο τόπος από το λιοπύρι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαμπαδιάζω (λαμπὰς) = πυρπολοῦμαι, ἀναπέμπω φλόγας μετὰ λάμψεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης