Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κ(υ)βέρνειο

Κ(υ)βέρνειο /τὸ/ (κυβερνῶ) = συνετὴ διεύθυνσις, εὐπορία, ἐπάρκεια ἐφοδίων, βιωτικὴ ἄνεσις.
κυβέρνειο / κβέρνειο

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.