Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κυοφορά(ρ)ω

Κυοφορά(ρ)ω (κυοφορέω) = καθυστερῶ, χρονοτριβῶ, ἀδρανῶ.
κυοφοράω / κυοφοράρω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.