κροπόσκ(υ)λο
Κροπόσκ(υ)λο /τὸ/ (κόπρος, σκύλαξ) = κοπρόσκυλον, κύων ἀκατάλληλος πρὸς πᾶσαν ὑπηρεσίαν, ἄνθρωπος ἄεργος καὶ ὀκνηρός.
κροπόσκλο / κροπόσκυλο
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κροπόσκ(υ)λο /τὸ/ (κόπρος, σκύλαξ) = κοπρόσκυλον, κύων ἀκατάλληλος πρὸς πᾶσαν ὑπηρεσίαν, ἄνθρωπος ἄεργος καὶ ὀκνηρός.
κροπόσκλο / κροπόσκυλο