κροκίδι -ια
χοντρό λιναρίσιο νήμα, που γίνεται από το λινάρι που “φεύγει” με το λανάρισμα, δουλειά που γίνεται με το λωνάρι (=ξυλόχτενο με μεγάλα όρθια καρφιά).
Το κροκιδίσιο νήμα το βράζανε με στάχτη για να ημερέψει. Θα λέγαμε ότι το κροκιδίσιο νήμα είναι το προτελευταίο σε ποιότητα, υποπροϊόν του λιναριού.
Μετά το μαγγάνισμα επεξεργαζόμαστε το λινάρι με τον σκουλοκόπανο, το λωνάρι και το χτένι. Έτσι έκανα 4 ποιότητες επεξεργασμένου λιναριού:
1) το πρώτο, το πολύ ψιλό, το λεγόμενο σκούλινο.
2) το ψιλοκρόκιδο (που έβγαινε από το χτένισμα του λιναριού με τη χτένα), που το ΄λεγαν σύρματα
3) τα κροκίδια και
4) τη λινάτσα που κάτι έφκιαναν κι από αυτή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κροκίδι /τὸ/ (κροκὶς -ὺς) = τὸ τίλμα (τὸ βραχύτερον νημάτιον) τοῦ λιναριοῦ τὸ διατιθέμενον δι’ εὐτελεστέρας χρήσεις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης