Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κριτσοπέτσ(ου)λο

Κριτσοπέτσ(ου)λο /τὸ/ (Ἰ. cruccio-pezzo-uola) = φιλονεικία, συμπλοκή.
κριτσοπέτσλο / κριτσοπέτσουλο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.