Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κριθαράκι (το)

  1. ασθένεια των ματιών, φλεγμονή με πύον στα βλέφαρα. Οι παλιοί το αντιμετώπισαν, ως συνήθως, με γιατροσόφια: “Δια το κριθωμα το οποίον εβγαίνει επάνω εις τα τσίνορα των ομματίων, να μασήσει νηστικός κριθάρι, να το βάζει απάνου” (Η λαϊκή ιατρική της Λευκάδας, σελ 228/45).
  2. κριθαράκι = ζυμαρικό ψιλό που έχει το μέγεθος και το σχήμα κόκκου κριθαριού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κριθαράκι /τὸ/ (κριθῆ) = φλεγμονὴ ἢ διαπύησις τοῦ βλεφάρου, χαλάζιον (παραλληλιζομένη πρὸς τὸ σχῆμα κόκκου κριθῆς).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.