κρεπάρω
υποφέρω από μεγάλη στενοχώρια, “σκάω απ΄ το κακό μου”, υποφέρω από μεγάλη ζέστα.
φράσεις: “θα κρεπάρω, δε βαστάω άλλο, με τούτα και μ΄ εκείνα” – “εκρεπάρ΄σα απ΄ τη ζέστα” – ” θα κρεπάρει απ΄ το πολύ φαΐ” – “το σακί εκρεπάρ΄σε, το παραγιομίσατε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κρεπάρω (Ἰ. crepare) = ῥήγνυμαι, ῥαγίζομαι, σκάζω ἀπὸ διαρκῆ θλῖψιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης