Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κρεμ(υ)δολόγος

Κρεμ(υ)δολόγος /ὁ/ = τὸ ἔντομον πρασοκουρίς, κρεμμυδοφάγος, κρεμμυδᾶς.
κρεμδολόγος / κρεμυδολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.