Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κρεδέρομαι

έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, τον εμπιστεύομαι.
“Δε σε κρεδέομαι ο,τι κι αν μου λες” – “Δε με κρεδέρεσαι; και για ποιον λόγο;”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κρεδέρομαι (Ἰ. credere) = ἐμπιστεύομαι, βασίζομαι, ἐφησυχάζω ἐπί τινι. «δὲ σὲ κρεδέρομαι».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Συνήθως αρνητικά, δε σε κρεδέρομαι (εμπιστεύομαι). Είναι το ιταλικό, credere.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κρεδέρομαι = αποδέχομαι πλήρως την κρίση κάποιου, εμπιστεύομαι την κρίση του (κρίσις + δέχομαι), (Λατ. credere = πιστεύω).

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.