Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κρασόζ(ου)πα

Κρασόζ(ου)πα /ἡ/ (κρασί – Ἰ. zuppa) = τεμάχια πυρωμένου ἄρτου βρεχόμενα ἐντὸς οἴνου μὲ προσθήκην ὀλίγου ἐλαίου. (πρόχειρον θερμαντικὸν δεῖπνον τῶν πτωχῶν χωρικῶν).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.