κόξα
Κόξα /ἡ/ (Λ. coxα, Ἰ. coshia) = τὸ ἰσχύον, τὸ γοφό, ἡ λαγώνειος ἀκρολοφία. «βαστάει τσ’ κόξες τση».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κόξα /ἡ/ (Λ. coxα, Ἰ. coshia) = τὸ ἰσχύον, τὸ γοφό, ἡ λαγώνειος ἀκρολοφία. «βαστάει τσ’ κόξες τση».