κουζουμάρει
Να κουζ(ου)μάρ(ει). Εννοεί το φαΐ, να πιει το ζουμί του. Από το ζουμό, που λέγεται και ζούμα, ζούπα). Ρήμα Λευκαδίτικο (και Καρσάνικο) που δεν το βλέπω όμως στα λεξικά των Λευκαδίων. Η γνωστή ζούπα είναι ψωμί “εβαπτισμένο”, βουτηγμένο σε κρασί ( ή άλλο ζουμί), έδεσμα πρωινό ή βραδινό των παλιών Λευκαδιτών αγροτών.