κουβεντιάζω
Κουβεντιάζω § συνομιλῶ, κακολογῶ τινά. Π. σήμερο σὲ κουβεντιάζανε ’ς ἕνα σπῆτι.
βλ. κουβέντα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κουβεντιάζω § συνομιλῶ, κακολογῶ τινά. Π. σήμερο σὲ κουβεντιάζανε ’ς ἕνα σπῆτι.
βλ. κουβέντα