Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουτσουρίζω

Κουτσουρίζω = καθιστῶ τι κούτσουρον, ἤτοι περικόπτω τινὸς τὰ ἐξέχοντα ἢ περιττά. Π. κουτσουρίζω τὰ μαλλιά μου.

Σημ. Ἐκ τοῦ κούτσουρον, τοῦτο δ’ ἐκ τοῦ Αἰολ. κόσσω = κόπτω (ἴδ. λ. κοῦτσι, κοῦτσι, ἐπιρ.).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.