Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κούτσι-κούτσι (το) ή κούτσα-κούτσα

το πηδηχτό βάδισμα με το ένα πόδι.
Παιγνίδι “το κούτσι-κούτσι” – “παίζουμε κούτσι-κούτσι;”, και έλεγαν παίζοντας: “κούτσα μια, κούτσα δυο” ή “ο κουτσός με το ΄να πόδι / κυνηγάει το χταπόδι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοῦτσι-κοῦτσι (κόπτω, κουτσὸς) = χωλαίνων, πηδηχτὰ μὲ τὸ ἕνα πόδι, κοῦτσα-κοῦτσα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κοῦτσι κοῦτσι, ἐπιρ. ἐκ τοῦ κουτσὸς (= χωλός)· λέγεται δ’ ἐν τῇ Φ. πάει κοῦτσι κοῦτσι = βαδίζει χωλαίνων. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ Αἰολ. Κοσσός, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ κόσσω (= κόπτω), ὁ οἱονεὶ κεκομμένος τοὺς πόδας. (Σύλλ. 13. = πρβλ. καὶ Βυζ. ἐν λ. κουτσός).

Κοῦτσι κοῦτσι (τὸ) ὄν. ἄκλ. § τὸ χωλαίνειν· εὔχρ. εἰς μόνην τὴν Φ. παίζομαι τὸ κοῦτσι κοῦτσι (παιγνίδιον, ἐν ᾧ οἱ παῖδες βαδίζουσιν ἐπὶ ἑνὸς ποδός).

Σημ. ἰδ. τὸ προηγούμ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.