Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουτφό (το)

άτομο που πετυχαίνει το σκοπό του αθόρυβα. Κάνει τις δουλειές του χωρίς φανφάρες, με επιτηδειότητα και υπομονή.
φράση: “Είναι μεγάλο κουτφό” – “Ξέρεις τι κουφτό είναι αυτός;”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κουτφὸ /τὸ/ (κατὰ-φάος, κατηφὴς) = ἄνθρωπος ἐπιτυγχάνων ἀθορύβως, ἄτομον ἀφανῶς εἰσδυτικὸν καὶ ἐπιτήδειον.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Χαρακτηρίζουμε κάποιον κουτφό, όταν πετυχαίνει κάτι χωρίς να ακουστεί, αθόρυβα, όπως λέμε. Αυτός ξέρεις τι κουτφό είναι; Ακούγεται συνήθως.
Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο κατηφής που μετά γίνεται στη γλώσσα του λαού κατσουφός, κατσούφης, και καταντάει κατουφός, κουτφό. Βέβαια το κατηφής σημαίνει σκυθρωπός. Υπάρχει όμως η προσποίηση που καλύπτει εκφραστικά την πονηρή πρόθεση του κουτφού!

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.