κούρβουλο (το)
κορμός δέντρου χωρίς κλαριά, ξερό κλήμα αμπελιού.
μτφ: “Δε νιώθω το χέρι μου, από το πολύ κλάδεμα έγινε κούρ΄βλο”
ΒΑΛ. Φωτεινός, Γ΄στ. 318: “Κι αυτό το έρμο χέρι / π΄όταν εκράττει το σπαθί, επέτα σαν ξιφτέρι / κι έμεινε τώρα κούρβουλο”. Ο ίδιος σχολιάζει: “Κούρβουλο ταυτόν τω κούζουρο, ιδία κούρβουλο λέγεται ο αποξηρανθείς και μη βλαστήσας κορμός της αμπέλου”.
βλ. και κουτσουμπέλι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κούρβ(ου)λο /τὸ/ (Ἰ. curvo) = κολοβωμένος κορμὸς ἢ κλάδος, ξηρὸν κλῆμα ἀμπέλου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης