κούρτα (η)
προβατίνα που έχει κέρατα. φαινόμενο σπάνιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοῦρτα, § ἡ προβατίνα, ἡ φέρουσα κατ᾿ ἐξαίρεσιν κέρατα. Ἐν Ἠπείρῳ καλοῦσι καὶ τὴν καλλίμαλλον προβατίνα κρούταν. Σ.Φ.Ε.
Σημ. Ἐκ τοῦ κορύττω = κερατίζω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου