κ(ου)ρούπα (η)
- πήλινο δοχείο μισοσπασμένο. φράση: “Η λαγήνα έγινε κρούπα”.
- διάρροια. φράση: “Μ΄ έπιασε κουρούπα” (ευκοιλιότητα).
- άνθρωπος με κακή υγεία. φράση: “Είμαι κρούπα στο μεθύσι”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)ροῦπα /ἡ/ (κορύπτω, Λ. corruptus) = δοχεῖον φέρον ρωγμάς, διάρροια, ἄνθρωπος κατεστραμμένης ὑγείας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης