κουρούν(ι)κος
κουρούνικος, κουρούνκος: κακόμοιρος δόλιος, άτυχος
Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας
(σμπθ) καημένο, μαύρο (Πιθαν. από το κουρούνα, το μαύρο πουλί)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε