Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουρούν(ι)κος

κουρούνικος, κουρούνκος: κακόμοιρος δόλιος, άτυχος

Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας


(σμπθ) καημένο, μαύρο (Πιθαν. από το κουρούνα, το μαύρο πουλί)

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.