κουρούνα (η)
το πουλί κουρούνα ανήκει στα κορακοειδή. Έχει χρώμα σκούρο, σχεδόν μαύρο και είναι μεγαλύτερη από την κουρνάκλα.
Πουλί γνωστό από την αρχαιότητα, η κουρούνα αναφέρεται ως “κορώνη” από πολλούς συγγραφείς.
Στην Οδύσσεια ε, 66: “σκῶπες τ΄ ἰρηκές τέ τανύγλωσσοί τέ κορῶναι / εἰνάλιαι …” (γεράκια κουκουβάγιες, μα και οι κουρούνες του πελάου οι μακρύγλωσες ακόμα).
Στον Ησίοδο, “Έργα”, στ. 745: “Μηδέ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν, / μή τοί ἐφεζόμενη κρώξη λακέρυζα κορῶνη” (Σαν χτίζεις σπίτι, ατέλειωτο ποτέ μην τ΄ αφήσεις, / μην πάει και κάτσει η φλύαρη η κουρούνα και στριγγιάξει¨.
Με τη λέξη “κρώξη” ο ποιητής δηλοί ότι ο κρωγμός της κουρούνας ήταν τότε δυσοίωνος. Ενώ σήμερα δεν έχει -τουλάχιστον στη Λευκάδα- δυσοίωνο χαρακτήρα το κράξιμο της κουρούνας ή της κουρνάκλας. Δυσοίωνο πουλί θεωρείται στο νησί μας κατ΄ εξοχήν η κουκουβάγια και ο κόρακας (Παναγής Λεκατσάς : “Ησ. έργα και Ημέρα, εκδ. Ζαχαρ. 1939, σελ. 63).
Η κουρούνα είναι πολύ μακρόβιο: “πέντε ἀνδρῶν γενεάς ζώει λακέρυζα κορώνη” (Αριστοφάνης, Όρνιθες).
φράσεις: “Ω, τι έπαθα η κουρούνα” – “Μαρή κουρουνιασμένη! = δύστυχη – “Το κουρούν΄κο!” = το δύστυχο.
Παροιμία: “Έκαμε κι η κουρούνα κρα”.