κουρνιαχτός (ο)
σκόνη.
φράσεις: “σηκώθηκε ένας κουρνιαχτός που μας στράβωσε” = “δε βλέπαμε μπροστά μας από τον κουρνιαχτό” – ‘Έγινε κουρνιαχτός” (εξαφανίστηκε αιφνιδίως, αστραπιαία).
Κατάρα: “Μπα, π΄να γέν΄ς κουρνιαχτός!”. – “Στάχτ΄ και κουρνιαχτός”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κο(υ)ρνιαχτὸς /ὁ/ = κονιορτός, σκόνη χωμάτων αἰωρουμένη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης