Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουρνιαχτός (ο)

σκόνη.
φράσεις: “σηκώθηκε ένας κουρνιαχτός που μας στράβωσε” = “δε βλέπαμε μπροστά μας από τον κουρνιαχτό” – ‘Έγινε κουρνιαχτός” (εξαφανίστηκε αιφνιδίως, αστραπιαία).
Κατάρα: “Μπα, π΄να γέν΄ς κουρνιαχτός!”. – “Στάχτ΄ και κουρνιαχτός”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κο(υ)ρνιαχτὸς /ὁ/ = κονιορτός, σκόνη χωμάτων αἰωρουμένη.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.