κουράδι (το)
- μικρό αποπάτημα
- μτφ.: πράγμα μικρό και ευτελές, ασήμαντο, άχρηστο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)ράδι /τὸ/ (σκώρ -άδιον) = μικρὸς κῶνος ἀποπατήματος, πρᾶγμα ἄχρηστον καὶ εὐτελές.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παντελής Βλαχάκης -
Κώον = το σπήλαιο,
Κοράδι ή Κουράδι ή Κουράδια = τα Αιγοπρόβατα που κλείνομε μέσα για ασφάλεια την Νύχτα ιού Χειμώνα
Κωάδι, = η προβιά του προβάτου ή της κατσίκας για εμάς,
Aπό εδώ και το Εκκλέζικο COAT (Παλτό) Πέλτ = δέρμα εξ’ου και καταπέλτης και BELT η δερμάτινη ζώνη στα Εγγλέζικα.