κούπαστρο (το)
αντικείμενο που το ΄χουμε για πέταγμα, άχρηστο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κούπαστρο /τὸ/ (κωπεύω, κωπητὴρ) = ἀντικείμενον ἄχρηστον (ἐξέχον ἢ ἐμποδίζον ἄνευ λόγου).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
άσχημος άνθρωπος, κακοσουλούπωτος, ασήμαντος, ευτελής
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας