κούπα (η)
ποτήρι πολλών ειδών, χρήσεων και ποιοτήτων.
Σε κτγρφ περιουσίας διαβάζομε: 1722: “κούπες κρυστάλλινες τρεις” – 1751, Νο 175: “κούπα αργυρή μία” – 1786: “κούπα γυάλινη” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).
φράσεις: “Του ρίξαμε κούπες (=βεντούζες) γιατί ήταν κρυωμένος” – “Αυτός είναι γερή κούπα” πίνει πολύ.
Παροιμίες: “Τα ‘καμες από κούπες”, δηλ. πρόκοψες” – “Μου ΄ρθαν από κούπες” (ορολογία χαρτοπαίγνιου) (Αποκ΄πάω).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοῦπα /ἡ/ (κύπη, Ἰ. coppa, Σ. κοῦπα, Ἀλ. κούπε -α) = ποτήριον, ὑαλίνη σικύα, βεντοῦζα. «τοῦ ρίξανε κοῦπες».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κούπες. Εδώ βεντούζες. Η κούπα, η λατινική cupa(και είδος χαρτοπαίγνιου, κούπες) Για τις βεντούζες χρησιμοποιούνται και ειδικές με λαβή. Οι κούπες (για θεραπεία) “ρίχνονται” και “κόβονται”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης