Κ(ου)μάρι 30 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κ(ου)μάρι /τὸ/ (κόμβος, κύμβη -άριον) = ὑδροδοχεῖον. Κμάρι / Κουμάρι