Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουμάνικο (το)

ζάλη, ταραχή, σοβαρή αρρώστια.
φράση: ‘Άμα τα ΄κ΄σα μ΄έπιασε το κ΄μάν΄κο και τον έκαμα τ΄αλατιού”.
κατάρα: “Να σε πιάσ΄ κακό κ΄μάν΄κο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κ(ου)μάν(ι)κο /τὸ/ (Ἰ. con-mancare) = ἐξαφάνισις, θάνατος, δεινὴ κατάστασις ὑγείας. «τὸν ἔπιασε θέρμη κουμάνικο».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


η συνήθης έκφραση: του (μου) ΄ρθε κμάνικο (όταν το έμαθα).
Ο Λάζαρης στο ιταλικό con-mancare, απίθανο.
Πιθανολογώ: από το λεξικό του Κριαρά, κουμάνικος, επίθετο, ανήκει ή αναφέρεται στους Κουμάνους, Κουμάνος,, ονομασία τουρκόφωνου λαού από την κεντρική Ασία, μισθοφόροι κ.λπ., και ασφαλώς οι επιδρομές τους θα προκαλούσαν πονοκέφαλο.
Ηχητικά μας παραπέμπει στο ουσιαστικό οικουμένη,, αλλά δε δένει.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κουμάνικο = 1. ἄσχημη κατάσταση ὑγείας, ἔχει πυρετό κουμάνικο, (ἔχει πυρετό πολύ),
2. βρισιά, βγάλε τό κουμάνικο (βγάλε τόν σκασμό).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.