Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κουλούφι (το)

μεγάλος σάκος που τον γεμίζουν με δημητριακά, είδος στρώματος ή παγερίτσου (μιντέρι).
Βαλ. Φωτεινός: “Κουλούφια μεγάλοι σάκοι εντός των οποίων οι χωρικοί αποταμιεύουν σίτον” – “και δυο κουλούφια ατάραγα με γέννημα που οι φίλοι / μαζί με δυο καματερά στο ζευγολάτη εστείλαν”.
Σε προικοσμ. του 1718, Νο 3 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Ένα κουλούφι παλαιό γεμάτο μαλί”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.