κουλούφι (το)
μεγάλος σάκος που τον γεμίζουν με δημητριακά, είδος στρώματος ή παγερίτσου (μιντέρι).
Βαλ. Φωτεινός: “Κουλούφια μεγάλοι σάκοι εντός των οποίων οι χωρικοί αποταμιεύουν σίτον” – “και δυο κουλούφια ατάραγα με γέννημα που οι φίλοι / μαζί με δυο καματερά στο ζευγολάτη εστείλαν”.
Σε προικοσμ. του 1718, Νο 3 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Ένα κουλούφι παλαιό γεμάτο μαλί”.