Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Κ(ου)λουμπιάζω

Κ(ου)λουμπιάζω (Α. cumulus, Ἀλ. κουλούμ-ι) = σχηματίζω σωρίσκους, συγκεντρώνω εἰς σωρούς.
Κλουμπιάζω / Κουλουμπιάζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.