Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κ(ου)γιαμέτι

Κ(ου)γιαμέτι /τὸ/ (Α. Τ. Σ. κιγιαμέτ) = θόρυβος ἐμποδίζων ν’ ἀκουσθῇ ἡ φωνή, ἀδιαφορία εἰς τὴν φωνήν τινος, («πέρα βρέχει», «δὲν ἀκούεται οὔτε χαλασμός»).
κγιαμέτι / κουγιαμέτι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.