Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κούδα (η)

η ουρά που σχηματίζει το παλιό γυναικείο φόρεμα (“Ρωμαίικα”) όταν το ανασκουμπώνουν (ανασηκώνουν). Σε παλιό δημοτικό στιχούργημα του τόπου (Βλυχό) βλέπομε: “Περί κούδα γυναικός / δεν ήθελ΄ ουρά / να της πέμψει μια οργιά / να ΄ναι σα την προβατίνα . να τη λένε κουτσαβίνα“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κούδα /ἡ/ (Ἰ. coda) = ἡ οὐρὰ γυναικείου φορέματος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.