Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κ(ου)μπουριάζω

Κ(ου)μπουριάζω (Τ. κουbοὺρ) = φονεύω διὰ περιστρόφου, πιστολίζω. «δὲν πᾶ νὰ κμπουριαστῆ».
κμπουριάζω / κουμπουριάζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.