κουάρτο (το)
το 1/4 της ώρας.
“Τι ώρα είναι;” – “Τρεις και κουάρτο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουάρτο /τὸ/ (Ἰ. quarto) = τὸ 1/4 τῆς ὥρας ἢ ἄλλου πράγματος «εἶναι μία καὶ κουάρτο«.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κουάρτο (τό): τό ¼ ὥρας, μήκους ἤ βάρους, (BEN. quarto).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου