κόττα 28 Οκτ, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κόττα (ἡ), § ὄρνις, μαγείρεμα ἰχθύων παρὰ τῶν ἁλιέων ἅμα τῇ ἁλιεύσει αὐτῶν κατασκευαζόμενον.