Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κότσι (το)

το κόκαλο που βρίσκεται στην άρθρωση των πισινών ποδιών διχήλων ζώων.

Στους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους ήταν γνωστό ως αστράγαλος και ως κότσια αντίστοιχα.

Με το κότσι παίζεται σ΄ όλη τη Λευκάδα και το ομώνυμο σκληρό παιχνίδι, κυριως από έφηβους. Το κότσι που χρησιμοποιούμε βγαίνει από το “αρνί/κατσίκι της Λαμπρής”, οπότε παιζόταν κυρίως το Πάσχα.

Το κότσι έχει σχήμα εξάπλευρου παραλληλόγραμμου, που οι πλευρές του δεν είναι επίπεδες, ομαλές.  Οι δυο μικρότερες μάλιστα – στα άκρα -είναι κεκαμμένες και απολήγουν σε καμπυλοειδείς κεραίες και δεν έπαιζαν κανένα ρόλο στο παιχνίδι.

Στο παιχνίδι λαμβάνονται υπ΄ όψιν οι 4 μεγάλες πλευρές ( οι δυο πλατιές, οι άλλες δυο στενές) που η καθεμιά έχει το όνομά της και ιδιάιτερη βαρύτητα:
α) γάιδαρος  (πλατιά, κυρτωμένη)
β) λίμπα  (η απέναντη της πρώτης, κοίλη)
γ) βασιλιάς  (στενή με υπερέχοντα γύρο)
δ) σκρομπατσάρης ( η αντίστοιχή της τρίτης) = λέξη μάλλον τούρκικη που θα πει ο ραβδούχος, ο εξουσιαστής, ο βεζύρης

Τις ονομασίες αυτές στην αρχαιότητα τις δίνει ο Αριστοτέληςως εξής: “Πάντα δε τα έχοντα αστράγαλον …. έχει αυτόν ορθόν … το μεν πρανές (=γάιδαρος) έξω, το δ΄ ύπτιον (= λίμπα) έσω, και τα μεν κώα (=η μια των στενών) εντός εστραμμένα προς άλληλα, τα δε χία (η δεύτερη εκ των στενών) καλούμενα έξω, και τας κεραίας άνω

Παιζόταν σε ίσιο μέρος, κατά προτίμηση πλακόστρωτο, όπου έπαιρνε τη θέση της καθιστή κυκλικά η ομάδα. Στη μέση έβαναν το κότσι και δίπλα τα δυο απαραίτητα συμβολικά όργανα: α) το βασιλιά, ένα ξύλο 10-20 εκ. που συμβόλιζε την εξουσία ( η βασιλική ράβδος θα λέγαμε) και β) το σκρομπατσάρη ή γρομπατσά ή σκορδομπάτση ή ακόμα και βεζύρη, που ήταν ένα μαντήλι της μύτης, που το ΄στριβαν διαγώνια, από τις δύο άκρες, στη μία εκ των οποίων ή και στις δύο έκαναν σφιχτο κόμπο.

Ύστερα άρχιζε το παιχνίδι κι ένας ένας με τη σειρά του έριχνε το κότσι. Το ποιος θα ΄ταν πρώτος, ρυθμίζοταν από κοινού με τους γνωστούς τρόπους. Σκοπός του κάθε παίχτη ήταν, ρίχνοντας το κότσι να φέρει βασιλιά ή σκρομπατσάρη. Αν έστηνε το κότσι βασιλιά ο πρώτος, τότε έπαιρνε το ξύλο, τη ράβδο και γινόταν ο πρώτος εξουσιαστής, κι αν ο δεύτερος ή ο τρίτος έφερνε το σκρομπατσάρη, τότε έπαιρνε το μαντήλι και γινόταν το εκτελεστικό όργανο του βασιλιά, ο δαρνάτοράς του, ο βασανιστλης, ο εκδικητής, ο τιμωρός ή και ο επιβάλλων το δίκαιο, αν θέλετε.

Έαν ο επόμενος έφερνε γάιδαρο, τότε ο βασιλιάς διάταζε το σκρομπατσάρη να του δώσει μια στη παλάμη, που έπρεπε να ΄ναι καλά τεντωμένη, τόσες (5-6) ξυλιές με τον κόμπο του μαντηλιού, που βάσταζε.

Σειρά τώρα ο άλλος που πετύχαινε, ας πούμε βασιλιά. Ε, τότε έπαιρνε το βασιλιά ξεγυμνώνοντας από τις εξουσίες του τον συμπαίχτη του. Το ίδιο αν έφερνε αυτός ή ο επόμενος σκρομπατσάρη, οπότε έπαιρνε το μαντήλι.

Όποιος έφερνε λίμπα, δεν πάθαινε, ούτε έπαιρνε τίποτα.

Σιγά, σιγά άναβε το παιχνίδι, οι ξυλιές ήταν δυνατότερες και περισσότερες. Κάποια μάτια δάκρυζαν κιόλας. Αν ο βασιλιάς θύμωνε για τον Α΄ παίχτη διάταζε το πολύ 10-12 ξυλιές, την ανώτερη δηλ. ποινή απαγγέλοντας συγχρόνως με στόμφο: “δέκα και το παχύ τ΄ αρνί” (Παχύ αρνί εννοούσε την δέκατη ξυλιά που έπρεπε να δοθεί πιο δυνατά) Και με το “παχύ αρνί” κανείς δεν άντεχε να μην δακρύσει. Εδώ βέβαια έπαιζε ρόλο και ο σκρομπατσάρης, που ανάλογα με τη συμπάθεια ή αντιπάθεια που είχε σ΄ εκείνον που έφερε γάιδαρο, κανόνιζε και το χτύπημα της δέκατης κατεβασιάς.

Περιττό να λεχθεί πως η επιείκια  και η αυστηρότητα ήταν αμοιβαίες. Οι ξυλιές συνήθως δίνονταν και στα δυο χέρια, μια στο ένα, μια στο άλλο. Μερικοί έκαναν τον γενναίο και τις έτρωγαν όλες από την ίδια παλάμη. Άλλοι έκαναν γλήγορη και πονηρή εναλλαγή κι όταν δεν άντεχαν τις ξυλιές το ΄βαναν ξαφνικά στα πόδια και οι άλλοι τους κυνηγούσαν λοιδορώντας τους για τη δειλιά που έδειξαν.

Φράσεις: “Δεν το λένε τα κότσια μου” – “Αν σου βαστάνε τα κότσια, τρέχομε ως εκεί” – “Έχει γερά κότσια κι ας φαίνεται έτσι” – “Παίζουμε το κότσι;”

μτφρ.: “τα κότσια θα παίξουμε τώρα;” = δηλ. θα αστειευτούμε τώρα;

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης /

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη


Κότσι /τὸ/ (κόττος, Ἀλ. κόστκ-α, Σ. κόστ) = τὸ μικρὸν ὀστοῦν τοῦ ὀπισθίου γόνατος τῶν οἰκοσίτων τετραπόδων μὲ τὸ ὁποῖον παίζεται τὸ ὁμώνυμον παιχνίδι, τὸ σκέλος: «δὲ βαστᾶν τὰ κότσα του».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Είναι το αρχαίο κόττος (μεσαιωνικό κόττιον), ο αστράγαλος.

Στον πληθυντικό τα κότσια είναι αφ΄ ενός το γνωστό παιγνίδι (με το κόκκαλο  του αρνιού) και αφ΄ ετέρου οι δυνάμεις. (γερά κότσια, κοτσιανάτος).

Το παιχνίδι στην Καρυά παίζοταν κυρίως το Πάσχα (και όχι μόνο) με το κότσι του ψητού αρνιού, από μεγάλους και μικρούς, κορίτσια και αγόρια. Στο παιχνίδι λάναιναν μέρος όσοι ήθελαν. Χώρος του παιγνιδιού, μια γωνιά του σπιτιού, η αυλή, το πεζούλι, ή χάνω στο έδαφος.

Η ονομασία των τεσσάρων πλευρού αυτού του μικρού οστού ήταν: Η κοίλη πλερά, ήταν ο “βασιλιάς”, κοινή ονομασία. Η αντίθετη πλευρά ήταν ο “γορμπατσάς ή γρομπατσάς”, σε μας (άλλες ονομασίες: βεζίρης (Λακωνία), δαρνάτορας, στρουμπάς (Κρήτη, Χανιά) κλπ). Η σαμαρωτή πλευρά ήτνα ο “γάιδαρος” και η ακριβώς αντίθετη η “λίμπα”.

Κότσι: το μεσαιων. κότσιν/κόττ-ιον, υποκ. του αρχαίου κόττος. Κατά G. Meyer N.S. 2, 35 σλαβ kostitsa (Ανδριώτης).

Ο Φιλίντας , εκ του σλαβικού cost (οστούν). Κότσι (εκ του) κόττιον (υποκ. του) κόττος ( ο κύβος κατά τον Ησύχιον), ο αστράγαλος (είδος παιγνιδιού παιζόμενου κατά δυο τρόπους.

Αστρα-γαλισμός/παίζω το κότσι (Σκαρλάτος)

Κότσι (το) τουρκ. /δημ. ο αστράγαλος του ποδός  /  ομ. κτ. πληθ. το παίγνιο των αστραγάλων, αλ. βεζίρης. Παίζομεν τα κ. (Δημητράκος).

Σημείωση: Μερικοί υποστηρίζουν ότι η λέξη κόττια είναι τούρκικης ή σλαβικής προελεύσεως. Τούτο είναι αναληθές, διότι η λέκη κόττος- κεφαλή, όπισθεν της κεφαλής κλπ. είναι ελληνική (Παρασκευαιδης σ. 91/41 και σελ 37/42 κόττο/κόττια/κότσια)

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κότσι, το: (αρχ. κόττιον, παίγνιον).

Το οστό του αστραγάλου των αμνοεριφίων, όπου η κάθε επιφάνεια αναλόγως του σχήματός της ονομάζεται «βασιλιάς», «σκορδομπάτσι», «λύμπα» και «γάιδαρος».

Αποτελούσε πανάρχαιο παίγνιο χιλιετιών, το οποίο ακόμη διασώζεται στα χωριά της Λευκάδος. Υπήρξε και σύνηθες χαρακτηριστικό κτερίσματος στους παιδικούς τάφους, της κλασσικής και της προκλασσικής εποχής…

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.