Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοτσανάτος

Και κοτσονάτος.
Υπάρχει διχογνωμία αν η λέξη σχετίζεται με τα “κότσια” ή το “κοτσάνι” Οι Ανδριώτης και Κριαράς κ.α. παραπέμπουν στο δεύτερο, το κοτσάνι δηλ. το οποίο έχει την αρχή του στο ρήμα κόπτω (κοάνιον), απ΄ όπου πήραν και οι Τούρκοι (kocan). Αυτό υποστήριξε και ο Φιλίντας (Γλωσσογνωσία, Ι, 16).
Λογικότερο όμως να προέρχεται από τα “κότσια” και να σημαίνει απλά τον άνθρωπο που έχει “γερά κότσια”.
Κι όταν λέμε ότι κάποιος “την περνάει κοτσάνι”, εννοούμε ότι έχει το προνόμιο να είναι γερός και να περνάει “καλά γεράματα”.
Τα κότσια μας δίνουν τον κοτσιανάτο. Το κοτσάνι, τον κοτσανάτο ή κοτσονάτο.
Τι γίνεται όμως με τις κοτσάνες που αμολάνε (πετάνε) μερικοι; Απλά, πετάνε τα άχρηστα κοτσάνια = κουβέντες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.