Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κότολο (το)

εσωτερική φούστα, μεσοφόρι μάλλινο, λινό ή μπαμπακερό της λευκαδίτικης λαϊκής φορεσιάς (Ρωμαίικια). Δένεται στη μέση με περαστικό σκοινί και φοριέται πάνω από το μακρύ χωριάτικο πουκάμισο. Είναι κατάλοιπο ιταλικής επίδρασης στη φορεσιά των γυναικών. Οι νιόνυμφες και οι νιόπαντρες φοράνε πολλά μαζί κότολα, 4-5, μέχρι και οχτώ, για να κάνουν μεγάλο γύρο, όπως τα ευρωπαϊκά κρινολίνα των κυριών σε κοσμικά σαλόνια. Σε μερικές περιπτώσεις ο ποδόγυρος στο κότολο είναι εξοπλισμένος μ΄ ένα περαστό, εσωτερικά, σκληρό σύρμα. Τις καθημερινές και στη δουλειά ένα κότολο ήταν αρκετό.
Σε προικοσ. του συμβολαιογράφου Ι. Κατηφόρη. (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) του 1852, Νο 349 διαβάζομε: “της δίνομε και δώδεκα κότολα”. Και σε άλλο του 1892 (ιδιωτικό): “και κότολα δύο” (Η Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά, σελ. 67).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κότολο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. cotto-olo) = ἐγχώριον ἐσωφούστανον, μεσοφόρι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κότολο ή κότελο, το: κοτεινόν, το = το σκοτεινόν. Η εσωτερική μακριά φούστα της τοπικής ενδυμασίας της Λευκάδος (επομένως σκοτεινή). Το μεσοφούστανο.

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.