Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοσί (το)

το γοργό τρέξιμο ανθρώπου ή ζώου.
“Εμπήκα σ΄ άλογο καβάλα και το πήγα κοσί (του ριχτού) να το ποτίσω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοσὶ -ὰ /τὸ, τὰ/ (Ἰ. coscia) = δρομαίως, τροχάδην, ὁλοταχῶς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Κοσί – κοσεύω.
Γρήγορα τρέχω.
Είναι τούρκικο. Στο τουρκικό λεξιλόγιο του Παμπούκη (σελ, 246) και στη λέξη κοσιάδα διαβάζουμε: Από το ουδέτερο kosmak, τρέχω και το μεταβατικό kosmac = δίνω συνοδό ή συνοδεία kosa kosa =τρεχάτα. Και κουσιεύω, κουσεύω.
“Κόσια (τρέξε) να ρίξεις τις κουπρές) μάλλον κούπες, άμαξες) στου Λιάσκου το γιοφύρι”.
Και : “Ιμείς οι μεγάλοι κουσεύουμε / αυτά τα καημένα όμως;) σελ . 258.
Πολύ ταλαιπωρήθηκαν εδώ από το Σταματέλο οι Λευκαδίτες που ασχολήθηκαν με τα Λευκαδίτικα να βρουν την προέλευση της όντως παράξενης αυτής λέξης, η οποία μάλλον μόνο σε μας βρίσκεται και χρησιμοποιείται.
Τη δανείστηκαν οι Ξηρομερίτες, που με την χαρακτηριστική προφορά τους προφέρουν κουσί (Μ. Κουβέλης).
Το ιταλικό coscia που επικαλείται ο Λάζαρης είναι εντελώς άσχετο. Η ιταλική αυτή λέξη που προφέρεται και κοζί, σημαίνει  κατ΄ αρχήν “έτσι”. Γνωρίζουμε ότι οι μανάδες πιάνουν τα μωρά απ΄ τα χέρια και τους μαθαίνουν το “στράτα-στράτα” χρησιμοποιώντας παράλληλα και το επίρρημα: Έτσι (μπράβο). Τι λοιπόν πιθανότερο (για να μην πελαγοδρομούμε) τότε που η γλώσσα μας (εννοώ η Λευκαδίτικη) ήταν σφόδρα επηρεασμένη από την ιταλική, οι μανάδες μαζί με το στράτα -στρατούλα να πρόσθεταν και το κοσί, δηλαδή το “έτσι” που ταυτίστηκε με το γρήγορα στην προσπάθεια το μωρού; Στη συνέχεια το κοσεύω ταυτίστηκε με το τρέχω … λέω!
Στην Καρυά ήταν απ΄ τις πρώτες λέξεις που μάθαμε το κοσί, και το κοσεύω. Θυμάμαι τώρα τη θειά Μαγδάλω του Κίμου του Καμπίλαυκου, προέδρου τότε, που απαντούσε ιταλιστί στην ερώτηση της Στεφανίας, τι ώρα είναι; “ντιέσ΄(δέκα) Νίαμ (Στεφανία μ΄).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κοσί, ἐπίρ. τροπ. § δρομαίως, λέγεται δὲ μόνον εἰς τὴν φράσιν τὤκοψε κοσὶ = ἔφυγε δρομαίως. Ἐκ τούτου καὶ τὸ ῥ. κοσεύω = τρέχω.

Σημ. Λέγομεν καὶ τὤκοψε ποδάρι σημαίνοντες ταὐτόν· ὥστε ἡ λ. κοσὶ κεῖται παραλλήλως πρὸς τὴν λ. ποδάρι καὶ ἑπομένως δὲν εἶνε μακρὰν τῆς πιθανότητος νὰ ὑπολάβωμεν ὅτι ἐγένετο ἐκ τοῦ πόδι (πόδς, ποῦς) τροπῇ τοῦ π εἰς κ κατὰ τὰ αἰολ. Κόσος (= τόσος) καὶ τοῦ δ εἰς σ κατὰ τὸ ὀδμὴ = ὀσμή.

Κοσὶ (τὸ) § τρέξιμο, ὄν. ἄκλιτ. εὔχρ. εἰς μόνας τὰς Φ. Τὤκοψε ’ς τὸ κοσί, τὤβαλε ’ς τὸ κοσὶ = ἔφυγε δρομαίως.

Σημ. ἰδ. λ. κοσὶ ἐπίρ. – τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ἔχουσι καὶ αἱ φράσεις – τὤκοψε ’ς τὸ τρεχάκι, τὤβαλε ’ς τὸ τρεχάκι καὶ ἐνίοτε τὤκοψε παποῦτσι, τὤκοψε διάρα κτλ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.