Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κορωνιά ή κουρωνιά (η)

προκοπή, πρόοδος, ικανοποίηση. “Δε θα ιδούμε κορωνιά μ΄ αυτόν τον καιρό”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κορωνιὰ /ἡ/ (κορέννυμι, κορωνιάω) = εὐόδωσις, προκοπή, ἱκανοποίησις, συνεννόησις, σύμπτωσις γνωμῶν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κορωνιά = προκοπή, δέν κάνουν αὐτοί κορωνιά (δέν κάνουν αὐτοί προκοπή).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.