κόρνο (το) ή κόρνος (ο)
- μεγάλο κοχύλι με οξύ ήχο. το χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες της τράτας για να ειδοποιούν το εργατικό τους προσωπικό κατά τη νύχτα, για να πιάσουν δουλειά στα δίχτυα και στο ψάρεμα.
- τον μεταχειρίζονται οι φουρνάρισσες στα χωριά για να ειδοποιούν τις πελάτισσες τους να πάνε το ψωμί στο φούρνο χαραματιάτικα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόρνο /τὸ/ (Ἰ. corno) = κέρας ἢ κογχύλη διὰ τῆς ὁποίας σαλπίζει τις μονοτόνως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης