Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κορνιόλα (η)

  1. είδος παλαιού δαχτυλιδιού με φαρδιά επιφάνεια με χρωματιστή σκαλιστή πέτρα.
  2. πέτρα δαχτυλιδιού με σκαλιστά διάφορα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κορνιόλα /ἡ/ (κρανιόλειον, Ἰ. corniola) = ἀρχαϊκὸς δακτυλιόλιθος μὲ σκαλιστὴν παράστασιν, ἀντίκα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι), λέγοταν σε μοναχογιό από τους γονείς του τη στιγμή που ασήμωναν τα προζύμια

“Εσένα σ΄ έχει η μάνα σου κορνιόλα στο λαιμό της
και κόνισμα θαυματουργό και κάνει το σταυρό της …”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.