κορνιόλα (η)
- είδος παλαιού δαχτυλιδιού με φαρδιά επιφάνεια με χρωματιστή σκαλιστή πέτρα.
- πέτρα δαχτυλιδιού με σκαλιστά διάφορα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κορνιόλα /ἡ/ (κρανιόλειον, Ἰ. corniola) = ἀρχαϊκὸς δακτυλιόλιθος μὲ σκαλιστὴν παράστασιν, ἀντίκα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι), λέγοταν σε μοναχογιό από τους γονείς του τη στιγμή που ασήμωναν τα προζύμια
“Εσένα σ΄ έχει η μάνα σου κορνιόλα στο λαιμό της
και κόνισμα θαυματουργό και κάνει το σταυρό της …”