κορνιάζω ή κουρνιάζω
μπαίνω στην κόρνα μου, στο κοτέτσι.
μτφ.: για τους ανθρώπους = πηγαίνω σπίτι μου, μαζεύομαι μέσα νωρίς.
φράσεις: “¨πάμε στην κόρνα μας τώρα” – “Από τώρα θα κουρνιάσεις;” = “Κουρνιάζει με τις κότες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κορνιάζω (κορωνιάω;) = ἀποχωρῶ εἰς τὸν ὀρνιθῶνα, ἀποσύρομαι καὶ συμπτύσσομαι πρὸς ὕπνον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
κούρνια είναι η φωλιά που κοιμούνται οι κότες, τα πουλιά γενικότερα. Δεν είμαστε σίγουροι για την προέλευση (ετυμολογία) της λέξης. Πιθανόν από την κουρούνα ή (το πιθανότερο) από το ουσιαστικό κούρνια, την κοίτη (κρεβάτι από πρόχειρα υλικά, ξύλα, καλάμια) των πουλιών στο κοτέτσι. Άσχετο το κουρνιαχτός, από το αρχαίο κονιορτό ( η σκόνη).
Μεταφορικά το κουρνιάζω σημαίνει βρίσκω καταφύγιο, αναπαύομαι στην αγκαλιά κάποιου (προκειμένου για γυναίκες). Η παραπομπή του Λάζαρη στο κορονιάω – με ερωτηματικό πάντως – φαίνεται απίθανη. Στο χωριό προτιμούμε τον τύπο κουρνιάζω (με -ου).
Ο Σκαρλάτος έχει τον τύπο κουριάζω, ίσως (πιθανολογεί) εκ του οικουρέω.
Τέλος άλλο η κόρνα (ιταλική λέξη) με την παλιά και σύγχρονη (κλάξον) σημασία, όπως και το κόρνο, μουσικό όργανο, που σε μας θυμίζει (και παραπέμπει) στους γραφικούς παλιούς γειτονικούς φούρνους του χωριού. Και επίθετο Κουρνιάς.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης