κόρνα (η)
το κοτέτσι, ο ορνιθώνας.
Όταν κατά το σούρουπο οι νοικοκυρές μαζεύουν τις κότες να τις βάλουν στο κοτέτσι, τις “μαυλίζουν” με τη λέξη “κόρνα, κόρνα, κόρνα …” και αυτές πειθαρχικές μπαίνουν μέσα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόρνα /ἡ/ (κορωνιάω -ῶ;) = ὀρνιθών, τόπος διανυκτερεύσεως πουλερικῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης