Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόρνα (η)

το κοτέτσι, ο ορνιθώνας.
Όταν κατά το σούρουπο οι νοικοκυρές μαζεύουν τις κότες να τις βάλουν στο κοτέτσι, τις “μαυλίζουν” με τη λέξη “κόρνα, κόρνα, κόρνα …” και αυτές πειθαρχικές μπαίνουν μέσα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κόρνα /ἡ/ (κορωνιάω -ῶ;) = ὀρνιθών, τόπος διανυκτερεύσεως πουλερικῶν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.