κορίτος (ο)
ένα σκεύος μέσα στο οποίο βάνουν το νερό να πίνουν οι κότες.
φράση: “αγγειό είναι αυτό ή κορίτο;” λέμε για τα ακάθαρτα και μισοσπασμένα σκεύη.
Όταν κανείς ρεύεται ή έχει λόξυγγα του φωνάζουν “κορίτος”, δηλ. πιες νερό από κορίτο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κορίτος /ὁ/ (Σλ. Σ. κορύτο, Ἀλ. κορίτε-α) = τὸ σκεῦος ὅπου τοποθετεῖται ὕδωρ πρὸς ποτισμὸν τῶν ὀρνίθων (συνήθως τεθραυσμένον καὶ ἀκάθαρτον ἀγγεῖον ἀκατάλληλον πρὸς πᾶσαν ἄλλην χρῆσιν). «εὐτὸ παιδί μ’ δὲν εἶναι ἀγγειό, εἶναι κορύτος».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης