Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κορακοζώητος -η, -ο

αυτός που ζει πολλά χρόνια, ο μακρόβιος, όπως ο κόρακας.
Άγγ. Σικελιανός: “Κορακοζώητος, ιερός / ο πόνος μεγαλόχαρος / τον άντρα αγερομάχεται” (Αλαφρ. ΙΙΙ, 506)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.